Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Το Ισραήλ έφτιαξε 'το δικό του φιλικό' Ισλαμικό κράτος, μετά απο την θανάτωση μεγάλων ηγετών της περιοχής

Οι ακραίοι ισλαμιστές κήρυξαν Τζιχάντ πρώτα στους «αδελφούς» τους!
Αν η κατάσταση στη Μέση Ανατολή δεν ήταν τόσο σοβαρή (διότι συνεπάγεται την απώλεια ζωής για χιλιάδες ανθρώπους), το φαινόμενο της ίδρυσης στις 30 Ιουνίου 2014 του Ισλαμικού Κράτους (μέχρι τώρα «Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και της Συρίας») από τον αυτοανακηρυχθέντα νέο «χαλίφη», Αμπού Μπακρ αλ Μπαγντάτι, θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως «επανάληψη της Ιστορίας ως φάρσα».
Διότι μόνον έτσι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η επιστροφή στην εποχή μας προτύπων ενεργειών και γεγονότων που έλαβαν χώρα πριν από 13 αιώνες...
Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η εφαρμογή πολιτικών που στην εποχή μας μόνο «παρανοϊκές» θα μπορούσε να τις αποκαλέσει κανείς, με πρώτη προτεραιότητα του νέου «κράτους» των ισλαμιστών την εξαπόλυση Ιερού Πολέμου (Τζιχάντ) εναντίον των ίδιων των μουσουλμάνων, και όχι, όπως θα περίμενε κανείς, εναντίον του Ισραήλ και (ημών) των απίστων εν γένει. Το γεγονός αυτό αναδείχτηκε κατά τη διάρκεια των νέων επιθέσεων του Ισραήλ εναντίον των Παλαιστινίων στη Γάζα, με αρκετούς μουσουλμάνους να ρωτούν πότε το νέο Χαλιφάτο θα εξαπολύσει Τζιχάντ εναντίον του κράτους του Ισραήλ.

Η απάντηση του Ισλαμικού Κράτους; «Ο Αλλάχ, στο ευγενές Κοράνι, δεν μας διατάσσει να πολεμήσουμε εναντίον του Ισραήλ ή των Ιουδαίων, προτού πολεμήσουμε τους αποστάτες και τους υποκριτές». «Αποστάτες» στην καθομιλουμένη των μουσουλμάνων είναι αυτοί που εγκαταλείπουν το Ισλάμ, ενέργεια η οποία τιμωρείται με θάνατο (σ.σ.: Αραγε, ο εδώ προπαγανδιστής του Ισλάμ, Αχμαντ Ελντίν, το έχει πει αυτό στους αφελείς Ελληνες που προσηλύτισε στο Ισλάμ;), και «υποκριτές» το καθεστώς του Ασαντ και των χωρών που δεν εφαρμόζουν τη Σαρία, καθώς και οι μη φανατικοί μουσουλμάνοι που αποτελούν αυτό που στη Δύση αποκαλούμε «μετριοπαθές Ισλάμ».

Το θέμα γύρω από την Τζιχάντ εναντίον του Ισραήλ προέκυψε από μία από τις ιστοσελίδες του Κράτους του Ισλάμ (απαντήσεις σε συχνά υποβαλλόμενες ερωτήσεις), όπου κάποιος ρώτησε «γιατί δεν γίνεται πόλεμος εναντίον του Ισραήλ, αντί να χύνεται το αίμα των γιων του Ιράκ και της Συρίας;». Η απάντηση του Χαλιφάτου ήταν έτοιμη από το… 632 μ.Χ. και ήταν η εξής: «Η μεγαλύτερη απάντηση υπάρχει στο ευγενές Κοράνι, όταν ο Αλλάχ ο Παντοδύναμος ομιλεί για τους εγγύς εχθρούς. Στην πλειονότητα των στίχων του ευγενούς Κορανίου αυτοί είναι οι υποκριτές, επειδή θέτουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο από τους γνήσιους απίστους» (σ.σ.: οι μη γεννηθέντες μουσουλμάνοι, π.χ. Ιουδαίοι, χριστιανοί κ.λπ.). «Και η απάντηση ευρίσκεται στον Αμπού Μπακρ Αλ Σαντίκ» (σ.σ.: ο πρώτος χαλίφης, την περίοδο 632-634 μ..Χ, μετά τον θάνατο του προφήτη Μοχάμεντ το 632 μ.Χ.), «όταν προτίμησε να πολεμήσει τους αποστάτες αντί να κατακτήσει την Ιερουσαλήμ, κάτι που έκανε ο διάδοχός του, Ομάρ Αλ Χατάμπ».

Διευκρινίζεται ότι η εξήγηση για την απόφαση αυτή του Αμπού Μπακρ αναφέρει ότι, μετά τον θάνατο του προφήτη του Ισλάμ, πολλές αραβικές φυλές που είχαν υποταχθεί στην εξουσία του, ασπαζόμενες αναγκαστικά το Ισλάμ, βρήκαν την ευκαιρία να εγκαταλείψουν τη βιαίως επιβληθείσα σε αυτές νέα θρησκεία. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε την αιτία για την πρώτη Ρίντα (Ridda - πόλεμος εναντίον των αποστατών), που κήρυξε ο Αμπού Μπακρ για δύο περίπου χρόνια (μέχρι τον θάνατό του, το 634 μ.Χ.), συγκεντρώνοντας όλη την ισχύ και ενέργεια του Χαλιφάτου στην Τζιχάντ εναντίον των αραβικών αυτών φυλών, εξαναγκάζοντάς τες με το ξίφος να επανέλθουν στο Ισλάμ.
Το αποτέλεσμα ήταν δεκάδες χιλιάδες Αραβες να αποκεφαλιστούν, να καούν ζωντανοί ή να σταυρωθούν (δείγματα του φαινομένου είδαμε πρόσφατα σε αρκετά βίντεο), με αποτέλεσμα οι μεγάλοι κατακτητικοί πόλεμοι του Ισλάμ εναντίον των πραγματικά απίστων (χριστιανών, Ιουδαίων, ζωροαστρών κ.λπ.) να γίνουν από τον επόμενο χαλίφη, τον Ομάρ Αλ Χατάμπ, την περίοδο 634-644 μ.Χ.

Το φαινόμενο «ευσεβείς» μουσουλμάνοι να πολεμούν και να σκοτώνουν τους λιγότερο ευσεβείς ή «χαλαρούς» μουσουλμάνους, ενώ οι πραγματικά άπιστοι (π.χ. οι Ισραηλινοί που είναι δίπλα) να παραμένουν «ανενόχλητοι», δεν είναι πρωτοφανές στην ιστορία του Ισλάμ. Για παράδειγμα, στην απάντηση του Ισλαμικού Κράτους με την οποία εξηγεί γιατί δεν πολεμά εναντίον του Ισραήλ, αναφέρεται ένα άλλο προηγούμενο: «Η απάντηση ευρίσκεται στον Σαλαχαντίν Αλ Αγιούμπι (σ.σ.: ο γνωστός μας Σαλαντίν) και τον Νουρ Αντίν Ζανκί, όταν πολεμούσαν τους σιίτες στην Αίγυπτο και τη Συρία, πριν από την Ιερουσαλήμ. Ο Σαλαντίν πολέμησε σε περισσότερες από 50 μάχες προτού φτάσει στην Ιερουσαλήμ. Και όταν του είπαν “πολεμάς του σιίτες και στην Αίγυπτο, και επιτρέπεις στους Λατίνους σταυροφόρους να κατέχουν την Ιερουσαλήμ”, απάντησε: “Δεν θα πολεμήσω τους σταυροφόρους έχοντας την πλάτη μου εκτεθειμένη στους σιίτες”».

Σημειώνεται ότι ο σεΐχης Γιουσούφ Αλ Καραντάουι, ένας από τους κληρικούς του Ισλάμ με τη μεγαλύτερη επιρροή στον μουσουλμανικό κόσμο, παραδέχτηκε σε εκπομπή του Αλ Τζαζίρα, την 1η Φεβρουαρίου 2013 (το σχετικό βίντεο υπάρχει ακόμα), ότι «εάν δεν υπήρχε η θανατική ποινή για τους αποστάτες, δεν θα υπήρχε σήμερα το Ισλάμ - θα είχε τελειώσει με τον θάνατο του προφήτη».

Ο νέος «χαλίφης» θέλει να σταθεροποιήσει (με φωτιά και τσεκούρι) το καθεστώς του

Για ποιον λόγο αναφέρονται όλα αυτά; Διότι, όπως υποστηρίζει σήμερα το Ισλαμικό Κράτος του «νέου» (κατά μίμηση) Αμπού Μπακρ (Αλ Μπαγντάτι), το πραγματικό όνομα του οποίου είναι Ιμπραήμ Αουάντ Ιμπραήμ Αλί Αλ Μπάντρι Αλ Σαμαράι, ο «εγγύς εχθρός» είναι οι αποστάτες και οι υποκριτές, διότι αυτοί είναι ικανοί να ανατρέψουν το (Κράτος του) Ισλάμ εκ των έσω. Αν αφαιρέσουμε τις μεταφορές, η πραγματικότητα είναι ότι ο νέος «χαλίφης» προσπαθεί να σταθεροποιήσει το καθεστώς του, δεδομένου ότι με την πολιτική του άνοιξε ήδη πολλά μέτωπα.

Το πρώτο είναι με την Αλ Κάιντα, από την οποία ο Μπαγντάτι διεκδικεί την ηγεσία των ανά των κόσμο τζιχαντιστών, μια διαμάχη που υποβόσκει εδώ και χρόνια, πριν από την ευκαιριακή συμμαχία τους στον αγώνα εναντίον των Αμερικανών και των συμμάχων τους στο Ιράκ.  Πρόσφατα, μάλιστα, στις αρχές του 2014, ο ηγέτης της Αλ Κάιντα, Αϊμάν Αλ Ζαχράουι, αποκήρυξε τον Αλ Μπαγντάτι, όταν ο τελευταίος αγνόησε την εντολή της Αλ Κάιντα να μειώσει την ένταση των επιχειρήσεων στη Συρία και να σταματήσει τον πόλεμο εναντίον άλλων οργανώσεων τζιχαντιστών.

Το δεύτερο αναφέρεται στο ότι, κατά γενική εκτίμηση, το Ιράκ αναμένεται να προβεί σε γενική αντεπίθεση, τώρα που το νέο «κράτος» δεν έχει ακόμα σταθεροποιηθεί και δεν έχει δοκιμαστεί σε μεγάλες κρίσεις ως οργανωμένη ενότητα. Υποστηρικτές των Ιρακινών θα είναι το Ιράν, οι ΗΠΑ και η Ρωσία, με στρατιώτες και «συμβούλους» από το Ιράν, συμβούλους από τις ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ καθώς και από τη Ρωσία, που υποτίθεται ότι παίζουν τον ρόλο συμβούλων για θέματα αεροπορίας, αλλά κατά πληροφορίες πιλοτάρουν οι ίδιοι τα λίγα μαχητικά αεροσκάφη που παραχώρησαν στην κυβέρνηση του Ιράκ.

Το τρίτο μέτωπο συνίσταται στο ότι, με την απαίτησή του να τον αναγνωρίσουν όλοι ως πολιτικό και θρησκευτικό ηγέτη όλων των μουσουλμάνων και να ορκιστούν πίστη και αφοσίωση σε αυτόν, ο νέος «χαλίφης» έρχεται σε αντιπαράθεση με άλλες αντικαθεστωτικές δυνάμεις στο Ιράκ οι οποίες είχαν συμμαχήσει μαζί του στον αγώνα για την απομάκρυνση του Αλ Μαλίκι από την εξουσία, όπως οι ανταρτικές δυνάμεις των Μπααθιστών του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν, ο Ισλαμικός Στρατός του Ιράκ και φυσικά τα οργανωμένα κράτη της περιοχής, όπως π.χ. η Ιορδανία, δυνάμεις της οποίας προωθήθηκαν ήδη στα σύνορα των περιοχών που ελέγχει το Ισλαμικό Κράτος.

Να σημειωθεί ότι ήδη θρησκευτικοί ηγέτες του Ισλάμ με τεράστια επιρροή αντιτίθενται στην ιδέα του Ισλαμικού Κράτους. Ο σεβάσμιος για όλο το Ισλάμ σεΐχης Γιουσούφ Αλ Καραντάουι, για παράδειγμα, δήλωσε στις αρχές του μήνα ότι η ανακήρυξη του Ισλαμικού Κράτους είναι άκυρη κάτω από τον νόμο της Σαρίας και θα έχει επικίνδυνες συνέπειες για τους σουνίτες στο Ιράκ και την επανάσταση στη Συρία. Ιδια ήταν η αντίδραση του Αμπού Μουχαμάντ Αλ Μακντισί, επιφανούς σαλαφιστή ηγέτη της Ιορδανίας, ο οποίος αποκάλεσε το κίνημα του Μπαγντάτι ως «αποκλίνον από το Ισλάμ».

Κατά την άποψή μας, τα χειρότερα για το Ισλαμικό Κράτος θα έρθουν όταν και αν τελικώς επικρατήσει κάπου και σε κάποιον βαθμό. Διότι, σε αντίθεση με την Αλ Κάιντα στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν, όπου η παρουσία της ήταν διάχυτη αλλά πάντα αόρατη και φευγαλέα ως στόχος, ένα ισλαμικό κράτος συγκεντρωμένο σε έναν ενιαίο γεωγραφικό χώρο θα αποτελεί για πρώτη φορά ιδιαίτερα εύκολο στόχο. Και τούτο διότι, απλούστατα, θα έχει παραιτηθεί από την ασυμμετρία ενός ανταρτοπόλεμου, θα κατέχει πλέον μόνιμα έδαφος και, ως εκ τούτου, θα είναι ιδανικός στόχος για να πληγεί θανάσιμα με στρατιωτικά μέσα από κάθε ενδιαφερόμενο. Το ίδιο, δηλαδή, που συνέβη στις δύο προηγούμενες προσπάθειες ίδρυσης ισλαμικού κράτους, στο Μάλι το 2012 και στην Υεμένη το 2011, τα οποία διαλύθηκαν με στρατιωτικά μέσα.

Μάνος Ηλιάδης
www.dimokratianews.gr