Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009

Τα 38 μοναστήρια και μονύδρια στην περιοχή των Βορείων Σποράδων


Τριάντα οχτώ μοναστήρια και μονύδρια εντοπίζονται στην περιοχή των Βορείων Σποράδων. Πρόκειται για αξιόλογα προσκυνήματα, σημαντικές πνευματικές εστίες με ιστορικό και κοινωνικό ρόλο, αλλά και χώρους ταπεινούς, καθώς ακολούθησαν τη μοίρα των νησιών σε μία σχέση ζωντανή, υγιή και αμφίδρομη.
Ο μοναχισμός στα νησιά των Σποράδων εντοπίζεται στο 10ο αι., όμως ίδρυση και ανακαίνιση μονών και μονυδρίων παρουσιάζονται κυρίως το 17ο - 18ο αι., όπου ανήκουν και τα περισσότερα από τα σημερινά κτίσματα.
Τα παραπάνω αναφέρει η Μάγδα Γάκη, αρχιτέκτονας μηχανικός, συντονίστρια της ομάδας εργασίας, που ασχολήθηκε με την καταγραφή και παρουσίαση των μοναστηριών των Βορείων Σποράδων, σε έκδοση του ΤΕΕ Μαγνησίας.
Στόχος της εργασίας ήταν η ανάδειξη των μονών και μονυδρίων και η προστασία πολιτιστικών μνημείων και φυσικών τοπίων στις Βόρειες Σποράδες, αφού πριν από λίγα χρόνια είχε ολοκληρωθεί και παρουσιαστεί η έκδοση που αφορούσε την ηπειρωτική Μαγνησία.

Πολλά βρίσκονται σε περίοπτες θέσεις και άλλα γαληνεύουν σε κρυφούς χώρους, κρατώντας σθεναρή την απόσταση από τους ήχους των σειρήνων του τουριστικού πλήθους.

Στην έκδοση καταγράφονται 38 μοναστήρια και μονύδρια στην τουριστική, κατά κύριο λόγο, περιοχή των Βορείων Σποράδων. Τα μοναστήρια παρουσιάζονται ανά γεωγραφική περιοχή και βρίσκονται, επτά στη Σκιάθο, 24 στη Σκόπελο και επτά στην Αλόννησο.

Η Ομάδα Εργασίας του ΤΕΕ που ασχολήθηκε με την καταγραφή και παρουσίαση των μοναστηριών των Β. Σποράδων στην έκδοση, αποτελείται από τους κ.κ. Μάγδα Γάκη, αρχιτέκτονα μηχανικό, συντονίστρια της ομάδας, Αλέξανδρο Περιβολάρη, αρχιτέκτονα μηχανικό, Άννα Χατζηγεωργίου, αρχιτέκτονα μηχανικό, Προκόπη Κουλούρη, πολιτικό μηχανικό, Νίκο Γεωργιάδη, τοπογράφο-μηχανικό, Γιάννη Πολυμενίδη, τοπογράφο-μηχανικό και τους ειδικούς συνεργάτες, Βάσσα Παρασκευά, Δρα θεολογίας και Μαρία Νάνου, θεολόγο - ιστορικό βυζαντινής τέχνης.

"Τα μνημεία αυτά, εκτός από το ιστορικό τους ενδιαφέρον παρουσιάζουν και αρχιτεκτονικό. Η καταγραφή τους είναι μέρος της προσπάθειας να διασωθούν από τη φθορά του χρόνου και τη λήθη της εγκατάλειψης ίσως και την "εγκληματική στοργή" των ανθρώπων", αναφέρει ο πρόεδρος του ΤΕΕ Μαγνησίας, Σωκράτης Αναγνώστου.

"Έτσι -συνεχίζει- εντοπίζονται οι άστοχες επεμβάσεις, κατατίθενται συμπεράσματα και προτάσεις για αναγκαίες αποκαταστάσεις, αξιολογούνται με στόχο στα πλέον σημαντικά από αυτά να χρηματοδοτηθεί η αποκατάστασή τους".

Η Σκιάθος, νησί των έντονων διακοπών, αναφέρει από την πλευρά της η Μάγδα Γάκη, συντονίστρια της ομάδας, θα προσελκύσει νέους επισκέπτες με τον εναλλακτικό τουρισμό να εισχωρεί επιλεκτικά στο εσωτερικό της, ως διαδρομή πνευματικής ανάτασης, ως προσκύνημα στη φύση, ως γνώση και ανακάλυψη, προστατεύοντας τη σιωπηλή γοητεία του χώρου προβάλλοντας όλες τις μικρές μονές, καθώς και την περιοχή του Κάστρου.

Στη Σκόπελο, τα μοναστηριακά συγκροτήματα, αλλά και αρκετές ιδιωτικές μονές εμπεριέχουν σημαντικά ιστορικά και πολιτιστικά στοιχεία της εποχής τους. Απαλύνοντας την πίεση και τη φθορά των φημισμένων προορισμών από τον διαρκώς αυξανόμενο τουρισμό τυπικών επιλογών, τα μοναστήρια ενταγμένα σε δίκτυο πολλαπλών διαδρομών, μπορούν να "χαράξουν" απίστευτες προοπτικές στο νησί.

Στην Αλόννησο, τα εναπομείναντα μοναστήρια, ακατοίκητα τα περισσότερα, σήμερα, διεκδικούν την παρουσία τους σε ένα χώρο αυστηρά ελεγχόμενο, σε σχέση απόλυτα συμβατή με το ειδικό προστατευμένο οικοσύστημα του θαλάσσιου Πάρκου.

Σκιάθος
Η διάδοση του χριστιανισμού στη Σκιάθο, αναφέρει η Μαρία Νάνου, θεολόγος - ιστορικός βυζαντινής τέχνης, τοποθετείται στον 3ο αι., ενώ τον 6ο αι. αποτελεί ήδη έδρα ομώνυμης Επισκοπής.

Στα μεταβυζαντινά χρόνια (16oς -18oς αι.), ιστορικο -οικονομικές συνθήκες ενθαρρύνουν τις ανοικοδομήσεις μονών καθώς παρατηρείται άνθιση του μοναχισμού. Στα μοναστήρια ζουν λόγιοι μοναχοί, ενώ η ίδρυση της περιώνυμης μονής του Ευαγγελισμού από Κολλυβάδες μοναχούς του Αγ. Όρους επηρεάζει τη ζωή των κατοίκων της Σκιάθου, συμβάλλοντας στην καλλιέργεια των γραμμάτων και στην ενίσχυση του επαναστατικού αγώνα. Στο πνευματικό κλίμα της εποχής εντάσσονται οι δύο μεγάλοι λογοτέχνες, ο Παπαδιαμάντης και ο Μωραϊτίδης.

Η μοναστηριακή αρχιτεκτονική των μεταβυζαντινών χρόνων στη Σκιάθο ακολουθεί τη μορφή και τους τρόπους δόνησης της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής της τουρκοκρατίας στον ευρύτερο ελληνικό χώρο.

Απλές δομές στη διάταξη των κτισμάτων και περιορισμένη έκταση είναι τα χαρακτηριστικά των περισσοτέρων μοναστηριακών συνόλων, με εξαίρεση το επιβλητικό μοναστήρι του Ευαγγελισμού, το μόνο μέχρι σήμερα εν ενεργεία, που παραμένει μοναδικό δείγμα σύνθετου και ολοκληρωμένου μοναστηριακού συγκροτήματος στο νησί.

Σκόπελος
Η Σκόπελος επισημαίνει η Δρ. Θεολογίας, Βάσσα Παρασκευά, γνώρισε το χριστιανισμό αρκετά νωρίς, κατά τα μέσα του 4ου μ. Χ. αι., καθώς ήταν έδρα επισκόπου με πρώτο το Ρηγίνο. Η κοντινή απόσταση από το Άγιο Όρος, το εξαιρετικό φυσικό περιβάλλον και η έντονη θρησκευτική πίστη των κατοίκων ευνόησαν την ίδρυση πλήθους μονών και μονυδρίων.

Ο 17ος αι. αποτέλεσε την αρχή της μοναστικής πολιτείας της Σκοπέλου με την ίδρυση μεγάλου αριθμού μονών στο νησί. Τότε, ξεκινούν και οι πρώτες αφιερώσεις οικογενειακών μονών προς το Άγιο Όρος ως μετόχια, για να ακολουθήσουν το 18ο αι. κυρίως και άλλες με την οικονομική άνθηση που ευνοήθηκε από την χαλαρή παρουσία των Τούρκων, την άρχουσα τάξη των μεγαλοκτηματιών, καραβοκύρηδων και των δραστήριων ηγουμένων, κληρικών και μοναχών.

Το 19ο αι. βεβαιώνεται η ύπαρξη ανδρικών μονών με μοναχούς που διακρίνονταν για τον πνευματικό τους βίο. Επί Όθωνα, οι μονές και μετόχια με μικρό αριθμό μοναχών διαλύθηκαν και αργότερα άλλα παραχωρήθηκαν σε λαϊκούς ή μοναχούς και άλλα ερημώθηκαν.

Οι μονές στο σύνολο τους ήταν ανδρικές και ορισμένες πολυάνθρωπες, ενώ προς το τέλος του 19ου αι. ορισμένες μετατράπηκαν σε γυναικείες. Σε αυτές έζησαν ως μοναχοί εξαιρετικές προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Καισάριος Δαπόντες, ο Άγιος Ιερόθεος ο Ιβηρίτης, ο Φιλάρετος κ.ά.

Οι μεγαλύτερες έχουν φρουριακή εμφάνιση με τα κτίσματα των κελιών γύρω και στο κέντρο το καθολικό, σύμφωνα με το αγιορείτικο πρότυπο. Τα καθολικά συνήθως είναι σταυροειδείς εγγεγραμμένοι με τρούλο ναοί, αλλά και καμαροσκέπαστες ή ξυλόστεγες βασιλιά, στα μικρότερα μοναστήρια.

Η αξιόλογη μοναστική και πνευματική ζωή του παρελθόντος είχε ως αποτέλεσμα τη διάσωση πολύτιμων κειμηλίων. Ενδιαφέροντα ξυλόγλυπτα τέμπλα και εικόνες, χειρόγραφα, παλαίτυπα και έγγραφα αποτελούν σήμερα τον πλούτο των μονών.
Αλόννησος
Η διάδοση του χριστιανισμού στην Αλόννησο και τα γειτονικά ερημόνησα των Βορείων Σποράδων τοποθετείται στον 3ο αι. και πιθανότατα από τα μέσα του 4ου αι. η περιοχή υπάγεται στην επισκοπή Σκοπέλου.

Ο μοναχισμός, σημειώνει η Μαρία Νάνου, θεολόγος - ιστορικός βυζαντινής τέχνης, αναπτύσσεται στη μεσοβυζαντινή περίοδο, όταν τα ερημόνησα, εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης και της μορφολογίας τους, αξιοποιούνται ως μετόχια-μοναστικά κέντρα διατηρώντας στενούς δεσμούς με το Άγιο Όρος αρχής γενομένης από την Κυρά Παναγιά (10os αι.), τη μόνη μέχρι σήμερα εν ενεργεία μονή.

Δεν είναι τυχαίο ότι τα μοναστήρια των ερημονήσων είναι στο σύνολο τους ανδρικά, αφιερωμένα στην Παναγία. Οι σχέσεις με το Άγιο Όρος, η ανάπτυξη αγροκτηνοτροφικών δραστηριοτήτων και η υλοτομία εξασφάλισαν τη βιωσιμότητα των μονών στο χώρο και το χρόνο.

Από τα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αι., μετά τη φοβερή καταστροφή των νησιών από τον Μπαρμπαρόσα (1538), η παραχώρηση προνομιακού καθεστώτος εκ μέρους της οθωμανικής εξουσίας, ενθαρρύνει την αναδιοργάνωση της ζωής στην περιοχή. Ναοί και μονές ανακαινίζονται και διακοσμούνται με τοιχογραφίες, φορητές εικόνες και ξυλόγλυπτα τέμπλα. Η μοναστηριακή αρχιτεκτονική της Αλοννήσου και των ερημονήσων αναπτύσσεται κυρίως την περίοδο αυτή και παρουσιάζει απλουστευμένους τύπους ναών, ενταγμένοι στο φυσικό περιβάλλον, με ιδιαίτερη προτίμηση στο μονόχωρο σταυροειδή ναό του συνεπτυγμένου τύπου με χαμηλωμένο τυφλό τρούλο.

Ταπεινά κτίσματα με βαριές αναλογίες, μικρά ανοίγματα και παντελή απουσία εξωτερικού διακόσμου, αποτελούν κοινές κατασκευαστικές και μορφολογικές λύσεις της αρχιτεκτονικής της τουρκοκρατίας, που στην περίπτωση της Αλοννήσου και των ερημονήσων συνδέονται όχι μόνο με τις δυσχερείς ιστορικές συνθήκες και τη λιτότητα της εποχής, αλλά και με τη δυσπρόσιτη γεωγραφική τους θέση.

Τα μοναστήρια της Αλοννήσου ερημωμένα, σήμερα, επιμένουν να αντιστέκονται στη φθορά του χρόνου, αναμένοντας την αφύπνιση της κοινής ευαισθησίας.
omogeneia.ana-mpa.gr